top of page

Έγχορδα νυκτά ονομάζονται τα έγχορδα μουσικά όργανα από τα οποία ο ήχος παράγεται με τη νύξη των χορδών του (δηλ. το τράβηγμά τους) που γίνεται είτε με τα δάχτυλα είτε με πένα. Τέτοια όργανα είναι: η κιθάρα (κλασσική κιθάρα, ακουστική κιθάρα, ισπανική κιθάρα, ηλεκτρική κιθάρα), το μπάσο, το κανονάκι, το μπουζούκι κ.α.

Η autoharp είναι ένα έγχορδο μουσικό όργανο. Μία σειρά από μπάρες συγχορδιών με καταλλήλως διαταγμένα πνιγεία, όταν πιεστούν, εμποδίζουν όλες τις χορδές να ηχήσουν εκτός από αυτές που σχηματίζουν την επιθυμητή συγχορδία. Παρά το όνομά του, που σημαίνει αυτόματη άρπα, η autoharp είναι ένα κανονάκι με συγχορδίες.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η Φέντερ Στρατοκάστερ είναι εξάχορδη ηλεκτρική κιθάρα της αμερικανικής εταιρίας Φεντερ. Είναι μία από τις διασημότερες ηλεκτρικές κιθάρες στον κόσμο, και μια από τις πιο εμπορικές. Έχει χρησιμοποιηθεί από πολλούς γνωστούς καλλiτέχνες της μουσικής ροκ, όπως ο Τζίμι Χέντριξ, ο Ρόρυ Γκάλαχερ, ο Έρικ Κλάπτον, ο Στιβ Ρέι Βον, ο Τζεφ Μπεκ, ο Ίνγκβι Μάλμστιν και ο Ντέιβ Μάρεϊ.

Ακουστική κιθάρα λέγεται η κιθάρα η οποία για την παραγωγή ήχου χρησιμοποιεί μόνον ακουστικές μεθόδους, εν αντιθέσει με την ηλεκτρική κιθάρα, της οποίας ο ήχος παράγεται μέσω ηλεκτρονικής ενίσχυσης. Υπάρχει μεγάλη ποικιλία ακουστικών κιθάρων και υποκατηγορίες, κυρίως ανάλογα των χορδών (νάιλον ή μεταλλικών). Ως είδος προήλθε από την κλασική κιθάρα. Με αυτήν παίζεται κυρίως σύγχρονη μουσική (ποπ,ροκ -διάφορα είδη- κ.λπ.). Βρίσκεται συνήθως σε μέγεθος 4/4(τέσσερα τέταρτα). Τώρα πια υπάρχει σε διάφορα χρώματα. Ως πλήκτρα μπορούν να χρησιμοποιηθούν πολλών ειδών πένες ή τα δάκτυλα, εφ' όσον οι χορδές είναι αρκετά μαλακές.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Το αρχιλαούτο είναι χορδόφωνο νυκτό μουσικό όργανο, το οποίο εντάσσεται στην οικογένεια του λαούτου και η χρήση του οποίου άνθισε κατά την Ευρωπαϊκή Αναγέννηση (περ. 1600). Η επινόησή του τέθηκε στα πλαίσια του συγκερασμού δύο συγγενών οργάνων, αφενός της θεόρβης -η οποία λόγω μεγέθους δυσχέραινε την κατά μόνας (σόλο) εκτέλεση- και αφετέρου του αναγεννησιακού λαούτου, το οποίο από κατασκευής δεν ήταν ικανοποιητικό στη χαμηλόφωνη περιοχή. Συμπερασματικά, το αρχιλαούτο είναι ένα τενόρο αναγεννησιακό λαούτο με μια επέκταση ταστιέρας, παρόμοια (αλλά μικρότερη) με αυτή της θεόρβης. Διαθέτει 14 χορδές με χόρδισμα παρόμοιο μ' αυτό του λαούτου (βλ. διάγραμμα παρακάτω) και χρησιμοποιούνταν κυρίως για σολιστικό ρεπερτόριο, καθώς ο ρόλος του νυκτού στο συνεχές βάσιμο εκπληρώνεται κυρίως από την ηχητικά πιο πλούσια θεόρβη.

 

 

Εντούτοις, υπάρχει ένα μεγάλο μέρος του ρεπερτορίου όπου εμφανίζεται το αρχιλαούτο σε συνοδευτικό ρόλο, αποδίδοντάς του το ρόλο του οργανικού μπάσου, πολλές φορές μάλιστα καλούμενο να συμπληρώσει το μουσικό του μέρος με συγχορδίες. Στην πραγματικότητα, οι περισσότεροι εκτελεστές της εποχής μπορούσαν να παίξουν τόσο το ένα όσο και το άλλο όργανο, κάτι που προκύπτει και από τα οργανογράμματα (instrumentarium) σε παρτιτούρες της εποχής· τυπικά παραδείγματα αυτής της πρακτικής είναι η όπερα Ιούλιος Καίσαρ (1724) του Χαίντελ, όπου στο μέρος του κοντίνουο αναγράφει arciliuto ο tiorba (αρχιλαούτο ή θεόρβη), αλλά και οι τριοσονάτες 1 και 3 του Αρκάντζελο Κορέλλι, όπου το ανάλογο οργανικό μέρος αναγράφει violone o arciliuto (βιολόνε ή αρχιλαούτο). Όσον

αφορά στο σολιστικό του ρεπερτόριο πάντως, η μουσική καταγράφεται με το συμβολογραφικό σύστημα γνωστό ως ταμπλατούρα.

 

Η βάρβιτος ήταν πιο στενή από τη λύρα και μακρύτερη, επομένως οι χορδές της ήταν μακρύτερες και η έκταση χαμηλότερη.

 

Στον Αθήναιο υπάρχουν δύο διαφορετικές εκδοχές για την εφεύρεσή του. Κατά τον Πίνδαρο, ο Τέρπανδρος υπήρξε ο εφευρέτης του μουσικού αυτού οργάνου [1]. Κατά τον Νεάνθη όμως τον ιστορικό από την Κύζικο, το βάρβιτον ήταν εφεύρεση του Ανακρέοντα [2]. Βέβαιο είναι ότι ήταν όργανο που απολάμβανε μεγάλη τιμή στη σχολή της Λέσβου (Τέρπανδρος, Αλκαίος, Σαπφώ, Ανακρέων).

 

Ο αριθμός των χορδών του βάρβιτου δεν είναι γνωστός. Ο Θεόκριτος[3] αναφέρει πως ήταν ένα πολύχορδο όργανο ("βάρβιτον ες πολύχορδον"), ενώ ο κωμικός ποιητής Αναξίλας στο Λυροποιό του[4] μιλά για τριχόρδους βαρβίτους ("εγώ δε βαρβίτους τριχόρδους"). Στον Αθήναιο συναντώνται και άλλα ονόματα, όπως βάρμος, βάρωμος και βαρύμιτον, συναντώνται αντί του βάρβιτον, αν και ο βάρωμος αναφέρεται σαν καθαρά διαφορετικό όργανο[5]. Η λέξη βαρύμιτον προέρχεται από το βαρύς (χαμηλός) και μίτος (χορδή).

 

Για την έκφραση "παίζω το (τη) βάρβιτο" χρησιμοποιούσαν το ρήμα βαρβιτίζω[6][7][8]. Ο εκτελεστής του βαρβίτου λεγόταν βαρβιτιστής και ο τραγουδιστής, που συνόδευε ο ίδιος το τραγούδι του στο βάρβιτο, βαρβιτωδός.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ηλεκτρική αποκαλείται η κιθάρα που χρησιμοποιεί ηλεκτρομαγνήτες για να μετατρέψει τον ηχητικό παλμό των ατσάλινων χορδών της σε ηλεκτρικό ρεύμα το οποίο μπορεί έπειτα να ενισχυθεί από ένα σύστημα ενισχυτή-ηχείου. Το σήμα που προέρχεται από την κιθάρα μπορεί κάποιες φορές να διαφοροποιηθεί με εφέ όπως το βάθος ή να παραμορφωθεί. Ενώ οι περισσότεροι τύποι ηλεκτρικής κιθάρας φέρουν έξι χορδές, απαντώνται και επτάχορδες οι οποίες χρησιμοποιούνται από κάποιους μουσικούς της τζαζ και της μέταλ μουσικής, [1] καθώς και δωδεκάχορδες (με έξι ζεύγη χορδών οι οποίες απέχουν διάστημα μιας οκτάβας τις οποίες συναντάμε κυρίως σε μουσικά είδη όπως το τζανγκλ ποπ και το ροκ.

Η ηλεκτρική κιθάρα χρησιμοποιήθηκε αρχικά από μουσικούς της τζαζ ως ένα κούφιο όργανο, ηλεκτρικώς ενισχυμένο για μεγαλύτερη ένταση κατά την περίοδο της άνθησης του σουίνγκ. Οι πρώτες ηλεκτρικές κιθάρες διέθεταν κούφιο σώμα, ατσάλινες χορδές και ηλεκτρομαγνήτες με σπείρες απόβολφράμιο που κατασκεύαζε η εταιρία Rickenbacker το 1931. Παρόλο που μερικές από τις πρώτες κατασκευάστηκαν από τον Les Paul, ο πρώτος επιτυχημένος εμπορικά τύπος ηλεκτρικής κιθάρας με κούφιο σώμα ήταν η Fender Esquire το 1950. Η ηλεκτρική κιθάρα ήταν ένα όργανο-κλειδί για την ανάπτυξη πολλών μουσικών ειδών που εμφανίστηκαν από τα τέλη του 1940 και μετά όπως το Σικάγο Μπλουζ, το πρώιμο Ροκ εντ Ρολ και το Ροκαμπίλι καθώς και το Μπλουζ Ροκ του 1960. Έχει επίσης χρησιμοποιηθεί σε διάφορα άλλα είδη μουσικής όπως η κάντρι, η Άμπιεντ, η Νιου Έιτζ, καθώς και σε κάποια είδη σύγχρονης ορχηστρικής μουσικής.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η θεόρβη (ιτ.: tiorba και tuorbe, γαλ.: théorbe, γερμ.: Theorbe, αγγλ.: Theorbo) είναιέγχορδο μουσικό όργανο, που υπάγεται στην υποκατηγορία των νυκτών. Το όνομα θεόρβη χρησιμοποιείται ιστορικά για να περιγράψει μια σειρά από είδη λαούτου, στα οποία συμπεριλαμβάνονται το ιταλικό liuto attiorbato, η γαλλική théorbe des pièces, το αγγλικό theorbo, το αρχιλαούτο, το γερμανικό μπαρόκ λαούτο και η angélique ήangelica. Η ετυμολογία του ονόματος παραμένει ασαφής, αν και κάποιες πηγές ισχυρίζονται τη σύνδεσή της με την τούρκικη ή σλάβικη λέξη "torba" (ελλ. τορβάς), που σημαίνει σάκος ή τουρμπάνι.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Το Κανονάκι (ονομασία που προέρχεται από τον κανόνα -το πειραματικό μονόχορδο του Πυθαγόρα) είναι γνωστό στην Ελλάδα από την αρχαιότητα ως τρίγωνο ή επιγόνειο και τη Βυζαντινή Αυτοκρατορίαως ψαλτήρι.

Είναι νυκτό όργανο, με εντέρινες χορδές, παίζεται με δύο πένες που προσδένονται με μεταλλικές δακτυλήθρες στους δείκτες των δύο χεριών. Σε κάθε χορδή, κινητοί καβαλάρηδες υψώνουν τους φθόγγους σύμφωνα με τα μικροδιαστήματα της παραδοσιακής μουσικής κλίμακας όπου κινείται ο οργανοπαίκτης.

 

Η κλασική κιθάρα είναι μια κιθάρα με έξι χορδές. Ανήκει ως είδος στα χορδόφωνακαι με αυτήν παίζεται κυρίως κλασική μουσική, αν και χρησιμοποιείται ευρέως και σε άλλου τύπου ρεπερτόριο. Στην κλασική κιθάρα χρησιμοποιούνται τα δάκτυλα και όχι η πένα. Η διαφορά από την ακουστική κιθάρα σε ζητήματα τεχνικής κατασκευής καιήχου είναι πολύ μεγάλη, παρ' όλο που η εξωτερική εμφάνιση ενίοτε ξεγελά, ιδιαίτερα στις κιθάρες φλαμένκο[1]. Το μέγεθος κάποιας κλασικής κιθάρας μπορεί να είναι συνήθως 3/4 ή 4/4.

Η ηλεκτροκλασσική κιθάρα δεν είναι τίποτα άλλο, παρά μία κλασσική κιθάρα στην οποία έχει τοποθετηθεί ειδικό μικρόφωνο και, συχνά, ένα ρυθμιστής (equalizer) μεσαίων, μπάσων και έντασης. Το μικρόφωνο είναι ακριβώς κάτω από το ηχείο και είναι ρυθμισμένο να πιάνει μόνο τα ηχητικά σήματα που έρχονται από την ευθεία στην οποία βρίσκεται. Έτσι, επιτυγχάνεται βέλτιστη ποιότητα ήχου, όταν χρησιμοποιούμε την κιθάρα

με ενισχυτή. Η σύνδεση είναι γνωστή. Ένας κοινός ενισχυτής και ένα απλό καλώδιο που καταλήγει στην βάση της κιθάρας. O τρόπος παιξίματος μπορεί να διαφέρει ανάλογα με τον παίκτη, αλλά, συνήθως, παίζεται όπως η κλασσική κιθάρα (δακτυλισμοί). Τέλος, η κιθάρα μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μια κοινή κλασσική, ανάλογα με τις προτιμήσεις του οργανοπαίκτη.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Το λαούτο ή λαγούτο, είναι έγχορδο όργανο, που στην ελληνική παραδοσιακή μουσική χρησιμοποιείται κυρίως σαν συνοδεία σε βιολί, λύρα ή άλλα όργανα. Το λαούτο αποτελεί σύνθεση στοιχείων από την αρχαιοελληνική πανδούρα (μακρύ χέρι). Συγγενεύει με το ούτι αλλά έχει μεγαλύτερο μπράτσο. Κουρδίζεται Μι λα ρε σολ, από κάτω προς τα πάνω. Είναι όργανο υποτιμημένο, ιδιαίτερα στις στεργιανές περιοχές -χρησιμοποιείται όμως αρκετά στα νησιά- παρόλα αυτά οι δυνατότητές του είναι πολύ μεγάλες. Ο δεξιοτέχνης του λαούτου Χρήστος Ζώτος συνέβαλλε στην ανάδειξη του λαούτου δημιουργώντας μια δική του τεχνική. Η χρήση του είναι πολύ διαδεδομένη στην Κρήτη καθώς και στην Κύπρο, όπου και συνοδεύει συνήθως την λύρα. Πολλές φορές όμως, το συναντάμε και μόνο του ή σε ζευγάρια. Η οικογένεια του λαούτου, αποτελείται και από άλλα όργανα, όπως την λάφτα (η οποία λέγεται και πολίτικο λαούτο).

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Το Μαντολίνο είναι ένα έγχορδο νυκτό μουσικό όργανο. Γεννήθηκε λίγο πριν το τέλος του 17ου αιώνα. Είναι η τελειοποίηση της Mandola ή Mantola ενός οργάνου που χρονολογείται από τον μεσαίωνα μιας και το όνομά του βεβαιώνεται με μαρτυρίες από το 1210. Είναι βέβαιο ότι πολύ λίγα από τα σημερινά όργανα μουσικής μπορούν να «καυχηθούν» για μια τόσο παλιά προέλευση. Στην βόρεια Ιταλία τον 17ο αιώνα ξεκίνησε να φτάχνεται μια μικρότερη mandola με λιγότερες χορδές. Το νέο αυτό όργανο ονομαζόταν «μαντολίνο» που στην πραγματικότητα σημαίνει «μικρή μαντόλα». Η λανθασμένη αυτή σκέψη αποκαταστάθηκε από τον ερευνητή της ιστορίας του οργάνου ΚΟΝRAD WÖLKI και το Μιλανέζικομαντολίνο ήταν αυτό που αναπτύχθηκε άμεσα από την Μantola, ενώ τοΝαπολιτάνικο μαντολίνο υιοθέτησε μόνο το όνομά του.

Λίγο αργότερα, καθώς μια οικογένεια οργάνων άρχισε να δημιουργείται με βάση το Ναπολιτάνικο μαντολίνο, και η οποία περιλάμβανε μαντολίνα μεγαλύτερων διαστάσεων και βαθύτερων τόνων, το όνομα «μαντόλα» χρησιμοποιήθηκε για μια ακόμα φορά, αλλά τώρα για ένα alto μαντολίνο. Με την έννοια αυτή έμοιαζε με μεγάλο μαντολίνο και φυσικά δεν είχε τίποτα κοινό με την προγενέστερη σημασία της λέξης «Μantola».

Διάφοροι άλλοι τύποι μαντολίνου άρχισαν να εμφανίζονται και να παίρνουν το όνομά τους, όπως συνηθιζόταν, από την πόλη όπου πρωτοκατασκευάστηκαν. Έτσι διαδοχικά, μέσα σε λίγα χρόνια εκτός από τους 3 τύπους μαντολίνων, Μιλανέζικο, Φλορεντινό και Ναπολιτάνικο, κατασκευάστηκαν το Γενοβέζικο (5-6 χορδές), το Παντουάνικο (5 χορδές), το Ρωμαϊκό (4 χορδές), το Σιενέζικο (4-5 χορδές), το Σικελικό (1 χορδή διπλή ή 3 χορδές τριπλές).

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Το μπάσο είναι ένα έγχορδο μουσικό όργανο που παίζεται με τα δάχτυλα ή τον αντίχειρα, με τεχνικές όπως slapping, popping, tapping και thumbing, ή με πένα. Το σχήμα του είναι παρόμοιο με αυτό της ηλεκτρικής κιθάρας, διαφέρει όμως στο μήκος του λαιμού και στην απόσταση των τάστων μεταξύ τους. Συνδέεται με ενισχυτή στις ζωντανές εμφανίσεις. Έχει τέσσερις χορδές συνήθως, αν και υπάρχουν και πεντάχορδα, εξάχορδα ή ακόμα και με μεγαλύτερο αριθμό χορδών μπάσα. Το μπάσο αντικατέστησε σταδιακά το κοντραμπάσο, έτσι σήμερα χρησιμοποιείται σχεδόν σε όλα τα είδη μουσικής, ροκ, τζαζ, ποπ, χέβι μέταλ, κάουντρι, μπλουζ ενώ έχει πάρει και θέση και σε ορχήστρες. Συνήθως αποτελεί μέρος του ρυθμικού τμήματος ενός μουσικού συνόλου, ωστόσο σε ορισμένα είδη, κυρίως στη τζαζ, στη φανκ και στη χέβι μέταλ μουσική συμμετέχει και με σόλο.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο μπαγλαμάς ή μπαγλαμαδάκι, (εκ του τουρκικού bağlama), είναι νυκτό μουσικό όργανο, όπως κι ο ταμπουράς, μετεξέλιξη της αρχαιοελληνικής πανδούρας[1] και μικρογραφία του μπουζουκιού, που χρησιμοποιείται στην ελληνική λαϊκή μουσική. Κατά κανόνα έχει τρεις διπλές χορδές. Ο ήχος του μπαγλαμά είναι οξύς. Κάθε χορδή κουρδίζεται μία οκτάβα υψηλότερα από την αντίστοιχη στο μπουζούκι.Ο λόγος που ο μπαγλαμάς έχει μικρότερες διαστάσεις είναι ότι έτσι θα μπορούσαν οι παίχτες να τον κρύψουν εύκολα αφού απαγορευόταν επί τουρκοκρατίας και μετέπειτα επίδικτατορίας (βλέπε αναφορές Ηλία Πετροπουλου).

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η Μπαλαλάικα (Балалайка) είναι ρωσικό έγχορδο μουσικό όργανο. Χρησιμοποιείται στη λαϊκή μουσική από τον 13ο αιώνα.

Αποτελείται από τριγωνικό ηχείο που φέρει αρκετές οπές και μακρύ λαιμό (ή μπράτσο) που τέμνεται κατά διαστήματα από μεταλλικές γραμμές. Οι χορδές της μπαλαλάικας από έντερα και αργότερα μεταλλικές, στην αρχή ήταν δύο και αργότερα τρεις, κρούονται με τα δάκτυλα του δεξιού χεριού, ενώ το κούρδισμά τους γίνεται με ποικίλους τρόπους συνηθέστερος των οποίων είναι σε τόνο «μι» «μι», (ομοφωνία), και «λα». Η διάδοση της μπαλαλάικας στη Ρωσία φέρεται ότι έγινε κατά τις επιδρομές τωνΤατάρων και Μογγόλων.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Το Μπουζούκι είναι λαουτοειδές έγχορδο λαϊκό μουσικό όργανο, με αχλαδόσχημο αντηχείο(σκάφος) από επιμήκεις ξύλινες λουρίδες, τις ντούγιες, και μακρύ βραχίονα, το μπράτσο ήμάνικο με κλειδιά στην άκρη για το χόρδισμα (κούρδισμα). Κατά μήκος του βραχίονα υπάρχουν λεπτά μεταλλικά ελάσματα, κάθετα προς τον επιμήκη άξονα του βραχίονα, που σφηνώνονται σε μία λεπτή σχισμή και λέγονται τάστα. Τα διαστήματα ανάμεσα στα τάστα, οριοθετούν την απόσταση του ημιτονίου.

Το σύγχρονο μπουζούκι διαθέτει τρεις ή τέσσερις διπλές χορδές τις οποίες χτυπά ο μουσικός με ένα μικρό πλήκτρο την πένα. Αρχικά το μπουζούκι έφερε τρία ζεύγη μεταλλικών χορδών κουρδισμένες σε τόνους ΡΕ-ΛΑ-ΡΕ (υπάρχουν επίσης αναφορές για επτάχορδα ή και οκτάχορδα τριφωνικά μπουζούκια πάλι σε χόρδισμα ΡΕ-ΛΑ-ΡΕ, με τη διαφορά ότι η μπάσα ΡΕ και άλλοτε και η ΛΑ αποτελούνταν από 3 χορδές), ενώ αργότερα απέκτησε τέταρτο ζεύγος και κούρδισμα ΝΤΟ-ΦΑ-ΛΑ-ΡΕ (πάλι ανά ζεύγος). Παλιότερα τα κουρδίσματα (ντουζένια) άλλαζαν ανάλογα με τον μουσικό δρόμο (μακάμ) της εκτελούμενης μελωδίας. Οι τρόποι αυτοί διατηρήθηκαν μέχρι τον μεσοπόλεμο και χάθηκαν σταδιακά, οριστικά δε με την επικράτηση του τετράχορδου.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Το μπουλγ(κ)αρί είναι έγχορδο μουσικό όργανο που ανήκει στην οικογένεια των ταμπουράδων, χαρακτηριστικό της μουσικής της Κρήτης. Η εμφάνισή του στην Κρήτη χρονολογείται προς τα τέλη του 18ου αιώνα και γενικεύεται μετά το 1915 με την έλευση των προσφύγων από τη Μικρά Ασία. Κυριότερος εκπρόσωπός του θεωρείται ο Στέλιος Φουσταλιεράκης(1911-1992) από το Ρέθυμνο. Σήμερα η χρήση του είναι λιγότερο διαδεδομένη. Σχήμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα] Το ηχείο του είναι κυρτό και έχει σχήμα αχλαδιού, ενώ ο βραχίονάς του είναι μακρύς και λεπτός. Έχει τρεις διπλές χορδές, λεπτές από ατσάλι, και κινητούς μπερντέδες. Ο καβαλάρης είναι κινητός και οι χορδές δένονται στο κάτω άκρο του οργάνου. Στο σχήμα μοιάζει με το αραβικό σάζι, αλλά σε μέγεθος πιο πολύ στον τζουρά.

 

Το ούτι είναι νυκτό έγχορδο μουσικό όργανο, που κατάγεται από την Περσία και είναι αρκετά διαδεδομένο στις μουσικές της Μέσης Ανατολής αλλά και στην ελληνική παραδοσιακή μουσική. Συγγενεύει με το λαούτο.

 

Το Ουκουλέλε ή Ούκε (Ukulele και Uke) ή γιουκαλίλι, όπως συχνά αποκαλείται σύμφωνα με την αγγλική προφορά, είναι έγχορδο μουσικό όργανο στο σχήμα τηςκιθάρας. Προέρχεται από το πανομοιότυπο όργανο machete da braça, το οποίο μεταφέρθηκε στη Χαβάη (γνωστή τότε με την ονομασία Νήσοι Σάντουϊτς) από μετανάστες από το πορτογαλικό νησί της Μαδέιρα. Ως πρώτοι κατασκευαστές του οργάνου στη Χαβάη αναφέρονται οι Πορτογάλοι Μανουέλ Νούνες, Αουγκούστο Ντίας και Χοσέ ντο Εσπίριτο Σάντο, που έφθασαν στη χώρα το 1879. Κατά την ταξινόμηση Hornbostel-Sachs ανήκει στην οικογένεια των χορδόφωνων. Το σχήμα του μοιάζει με αυτό της κιθάρας, αλλά τα δύο όργανα έχουν διαφορά στο μέγεθος, καθώς το ουκουλέλε είναι αρκετά μικρότερο από την κιθάρα. Διαφέρουν επίσης στον αριθμό των χορδών, με το ουκουλέλε να έχει τέσσερις αντί των έξι που έχει τυπικά η κιθάρα. Το βασικό κούρδισμά του είναι σολ-ντο-μι-λα, ενώ χρησιμοποιούνται ακόμα τα λα-ρε-φα δίεση-σι και ρε-σολ-σι-μι.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η ρωσική κιθάρα είναι μια ακουστική επτάχορδη κιθάρα που χρησιμοποιείται στηΡωσία. Είναι χορδισμένη σε 'G' major (σολ ματζόρε) με μια επιπλέον Ρε. (D', G', B, D, g, b, d').

 

 

 

Η Σαμβύκη λεγόμενη και ιαμβύκη ήταν ένα αρχαίο έγχορδο όργανο σε μια ορθογώνια κατασκευή της οποίας η υποτείνουσα ήταν καμπύλη από την οποία και φέρονταν κάθετες χορδές στο οριζόντιο σκέλος του οργάνου. Έμοιαζε δε πολύ με την αιγυπτιακή άρπα με το γνωστό ημισέληνο σχήμα της αλλά σε μικρότερο μέγεθος εκείνης. Χειριζόμενη με τα δάκτυλα παρήγαγε οξείς ήχους περισσότερο για να συνοδεύει γυναικείες φωνές. Θεωρείται ανατολικής προέλευσης μουσικό όργανο που το αναφέρει ο Αριστοφάνης ως το πλέον αγαπητό όργανο στην αρχαία Ελλάδα και κατά τον Μαρτιάλιο το προσφιλέστερο στη Ρώμη. Στη τέχνη έχει αποδοθεί το όργανο αυτό. Ο Αθήναιος υποστήριζε πως στην Μυτιλήνη υπήρχε αρχαϊκό άγαλμα που παρουσίαζε Μούσα να κρατάει σαμβύκη. Επίσης περί της ιδέας της ρωμαϊκής σαμβύκης λαμβάνεται από αρχαία τοιχογραφία στο κήπο του Φαρνέζε όπου παριστάνεται γυναίκα καθιστή να παίζει εφτάχορδη σαμβύκη.

 

 

 

Το σαντούρι είναι έγχορδο κρουστό* επίπεδο μουσικό όργανο. Το όνομά του προέρχεται εκ της ελληνικής λέξεως ψαλτήριον μέσω της περσικής γλώσσας σαντούρ (βλ. και ψαλτήρι). Πρόκειται για αρχαίο μουσικό όργανο που επινοήθηκε πιθανόν στηΠερσία από την οποία και διαδόθηκε τόσο προς την Ινδία και την Κίνα, όσο και δυτικά στη Μέση Ανατολή και τη Βαλκανική. Κατασκευάζεται συνηθέστερα από ξύλο καρυδιάς. Έχει σχήμα τραπεζοειδές επί του οποίου φέρονται οριζοντίως και επάλληλα 72 μεταλλικές χορδές, ανά τρεις για κάθε φθόγγο, αποδίδοντας έτσι 23 νότες, με τις μεγαλύτερες σε μήκοςχορδές στο κάτω μέρος και τις μικρότερες στο άνω. Οι χορδές του οργάνου αυτού, "χορδίζονται" στο 1/4 με ειδικά "ωτία" που φέρονται συνηθέστερα επί της δεξιάς πλευράς του οργάνου και οι οποίες κρούονται με μικρά ραβδία, οι άκρες των οποίων φέρουν μεταλλικές κοιλόμορφες σφύρες (σαν κουταλάκια). Το σαντούρι χρησιμοποιείται κυρίως στην παραδοσιακή μουσική της Ελλάδας και άλλων χωρών της Εγγύς Ανατολής. Ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες δεξιοτέχνες του οργάνου αυτού ήταν ο Αριστείδης Μόσχος, ο οποίος και είχε δημιουργήσει σχετική σχολή διάδοσης.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Το σιτάρ είναι έγχορδο ινδικό μουσικό όργανο, περισσότερο διαδεδομένο στις βόρειες επαρχίες της Ινδίας και του Πακιστάν. Η εφεύρεσή του ανάγεται στον 12 αιώνα στη περιοχή του Δελχί. Κάθε σιτάρ έχει 21, 22 ή 23 μεταλλικές χορδές, εκ των οποίων κανείς παίζει τις 6 ή 7, επειδή βρίσκονται πάνω από τον καβαλάρη. Οι υπόλοιπες βρίσκονται κάτω από τον καβαλάρη και λειτουργούν ως συμπαθητικές. Στο σιτάρ Gandhar Pancham η χορδή για του μπάσους φθόγγους (kharaj) αντικαθίσταται από μία τέταρτη chikari. Κάθε όργανο έχει δύο καβαλάρηδες, έναν μεγάλο (badaa goraa) και έναν μικρό (chota goraa). Η ποιότητα του τόνου προέρχεται από τον τρόπο με τον οποίο οι χορδές ακουμπούν τους επικλινείς καβαλάρηδες. Όταν η χορδή αντηχεί, το μήκος αλλάζει ελαφρά και η άκρη της ακουμπά τον καβαλάρη, δημιουργώντας έτσι ήχους πολύ υψηλής συχνότητας. Αποκτά αντήχηση μέσω των χορδών του, της κοίλης λαβής και τον θάλαμο αντήχησης (ηχείο) από κολοκύθα. Μπορεί να έχει έναν δεύτερο ενισχυτή κοντά στην κορυφή της κοίλης λαβής του.

Τα υλικά που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή του είναι ξύλο τικ για τη λαβή και το ηχείο. Οι γέφυρες του οργάνου είναι φτιαγμένες από οστά ελαφιού, έβενο ή σπανιότερα οστά καμήλας. Συνθετικά υλικά είναι συνήθη σήμερα.

 

 

Ο Ταμπουράς, με την γενική έννοια, είναι η ελληνική ονομασία μιας ευρύτερης οικογένειας εγχόρδων μουσικών οργάνων, αλλά δηλώνει και ένα συγκεκριμένοελληνικό παραδοσιακό όργανο, που ανήκει σ' αυτή την οικογένεια.

Ο ταμπουράς γενικά, είναι ένα έγχορδο μουσικό όργανο με μακρύ χέρι, απόγονος της αρχαιοελληνικής πανδούρας[1] και πρόγονος πανομοιότυπων λαούτων (όπως για παράδειγμα το τούρκικο σάζι), καθώς θεωρείται όργανο αναβίωσης κυρίως στα βυζαντινά χρόνια.[2] Ο ταμπουράς αναφέρεται στο βυζαντινό έπος του Διγενή Ακρίτα όταν ο ήρωας παίζει ένα θαμπούρι (μεσαιωνική μορφή ταμπουρά).

 

 

Ο τζουράς είναι νυκτό μουσικό όργανο, οκτάχορδο ή εξάχορδο. Θεωρείται μικρογραφία του μπουζουκιού, καθώς έχει μανίκι και κεφαλάρι όμοιο, αλλά μικρότερο σκάφος, περίπου διπλάσιο από τον μπαγλαμά. Κατασκευάζεται από τα ίδια υλικά και με παρόμοιες τεχνικές με τομπουζούκι και ανήκει και αυτό το ίδιο, στα έγχορδα λαϊκά όργανα της οικογένειας των λαούτων, εξέλιξη του ταμπουρά, που θεωρείται απόγονος της αρχαιοελληνικής πανδούρας ή πανδουρίδας ή πανδούριο.[1]

Το κούρδισμά του ειναι σε ΡΕ ΛΑ ΡΕ. Ο ήχος του θυμίζει μπουζούκι αλλά έχει τη δική του ιδιαίτερη χροιά, γι' αυτό ο τζουράς έχει κατακτήσει την θέση που έχει σήμερα στην ελληνική λαϊκή ορχήστρα.

 

 

Η χέλυς ή αλλιώς χελώνη ήταν ένα έγχορδο μουσικό όργανο, κοινό με τη λύρα των αρχαίωνΕλλήνων, ονομαζόμενο έτσι από την κυρτή πλάτη ξύλου που είχε σε σχήμα, όπως το κέλυφος της χελώνας. Η λέξη χρησιμοποιήθηκε ως υπαινιγμός για την παλαιότερη λύρα των Ελλήνων, η οποία λέγεται ότι εφευρέθηκε από τον Ερμή.

Η λέξη έχει εφαρμοστεί αυθαίρετα από την κλασική εποχή σε διάφορα έγχορδα όργανα και σήμερα υπάρχουν πολλές αναπαραστάσεις της σε ελληνικά αγγεία, σε πολλές από τις οποίες αντιπροσωπεύεται από ένα πραγματικό κέλυφος. Το 2012, στο τμήμα Μηχανικών Μουσικής Τεχνολογίας και Ακουστικής του ΤΕΙ Κρήτηςμελετήθηκε με σύγχρονες μεθόδους ένα αυθεντικό αντίγραφο μιας αρχαίας Ελληνικής Χέλυος επιβεβαιώνοντας ότι η αρχαία χέλυς ήταν ένα όργανο που συνόδευε την ανθρώπινη φωνή στην ίδια τονικότητα. [1] [2]

 

 

Το Ψαλτήρι γνωστό αλλιώς κι ως Επιγόνιο ή Κανονάκι, είναι ένα αρχαίο ελληνικό μουσικό όργανο[1] με χορδές,[2] που χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα.

© 2023 by The Berkshire Trio. Proudly created with Wix.com

  • facebook-square
  • Twitter Square
  • Google Square
  • youtube-square
bottom of page