Τα έγχορδα
και τα
κρουστά Μουσικά
Όργανα
Κρουστά
Τα Congas υπάρχουν σε 3 συνήθως μεγέθη. Είναι απόγονοι του Αφρικανικού Τυμπάνου. Είναι κατασκευασμένα από ξύλο με τεχνική παρόμοια με αυτήν που χρησιμοποιείται για την κατασκευή βαρελιών. Παράγουν ήχο με το κτύπημα των χεριών πάνω στην μεμβράνη (δέρμα) . Χρησιμοποιούνται κυρίως στην Latin (Λάτιν) μουσική.
Τα πιατίνια είναι λεπτά μεταλλικά κρουστά όργανα σε σχήμα πιάτου. Χωρίζονται σε κατηγορίες ανάλογα με το μέγεθος τους και το είδος του μετάλλου που είναι κατασκευασμένα. Τα πιατίνια χρησιμοποιούνται συχνά στις ορχήστρες και στις παρελάσεις, επίσης αποτελούν βασικά τμήματα ενός σετ τυμπάνων.
Βασικό ρυθμικό όργανο που ανήκει στην κατηγορία των μεμβρανοφώνων. Συνήθως κατασκευάζεται από τους ίδιους τους οργανοπαίκτες, με κατσικίσιο δέρμα και το στεφάνι ( ένα ξύλινο τελάρο) από ξύλο καρυδιάς, καστανιάς ή οξιάς.
Το τελάρο έχει ύψος συνήθως 5-6 εκατοστά και διάμετρο 20-40 εκατοστά. Το δέρμα κολλιέται ή καρφώνεται στην άκρη του κυλινδρικού σκελετού. Για να έχει αυτό το διαφορετικό χαρακτηριστικό ήχο, προσθέτουν γύρω - γύρω, στο στεφάνι, 6-10 ζιλιά ( μεταλλικά κύμβαλα), ώστε με το χτύπημα του χεριού στη μεμβράνη, τα ζιλιά να κουνιούνται και έτσι ν΄ ακούγεται συγχρόνως και η μεταλλική κουδουνιστή φωνή της.
Όμως από χωριό σε χωριό και από οργανοπαίκτη σε οργανοπαίκτη ποικίλλουν οι διαστάσεις ανάλογα με το ηχόχρωμα της συνοδείας ή του παιξίματος.
Ο νταϊρές παίζεται μόνο με το δεξί χέρι, ενώ το αριστερό χρησιμεύει για την στήριξη του οργάνου. Τα χτυπήματα στον νταϊρέ είναι σε δυο θέσεις. Στο κέντρο όπου δίνει βαθύ ήχο με όγκο και συμπίπτει με τους ισχυρούς χρόνους του μέτρου, και στο άκρο όπου δίνει οξύτερο ήχο (σ΄ αυτό βοηθάνε και τα ζιλιά ) και ταυτίζεται με τους αδύνατους ή "κόντρα" ήχους του μέτρου.
Στα δραμινά χωριά που συναντάμε τον νταϊρέ είναι η Πετρούσα, οι Πύργοι, ο Βώλακας, το Παγονέρι, ο Ξηροπόταμος, το Μοναστηράκι, η Καλή Βρύση και η Προσοτσάνη.
Η μικρότερη μορφή του νταϊρέ είναι το ντέφι όπου όμως ο ρόλος του στη ρυθμική συνοδεία είναι πολύ μικρότερος. Χρησιμοποιείται σε θέσεις τονισμού με σταδιακά ηχοχρώματα (όξυνση, τρεμούλιασμα κτλ)
Οι ικανοί οργανοπαίκτες χρησιμοποιούν δεκάδες ηχητικές ποικιλίες και ιδιόρρυθμους τονισμούς, έτσι ώστε να προσδίδουν μια ιδιομορφία στο ύφος της ρυθμικής συνοδείας.
Το τουμπελέκι είναι ένα ελληνικό κρουστό όργανο χωρίς λαβή, γνωστό από την αρχαιότητα, που το συναντούμε συχνά στην ελληνική παραδοσιακή, λαϊκή και ρεμπέτικη μουσική. Ονομάζεται επίσης ταραμπούκα, στάμνα, ντουμπελέκι,τσιμπουρλέκι ή τουμπερλέκι.
Το τουμπελέκι είναι μια μικρογραφία τυμπάνου. Είναι ανοικτό από κάτω και καλυμμένο με τεντωμένο δέρμα από πάνω. Η βάση του δεν είναι πήλινη σαν της ταραμπούκας, αλλά συνήθως από μέταλλο. Παίζεται με τα χέρια, καθώς το δεξί χέρι "μαρκάρει" τους ισχυρούς χρόνους και το αριστερό τους ασθενείς και συχνά περιλαμβάνει και κουδουνάκια περιμετρικά κρεμασμένα.
Το γκονγκ ή γκογκ είναι κρουστό που προέρχεται από την Ανατολική και την Νοτιοανατολική Ασία και κατασευάζεται ήδη απο τον 6ο αιώνα π.Χ. Αποτελείται από ένα μεγάλο μεταλλικό δίσκο με κυρτό χείλος, που τον έκρουαν με πέτσινο ραβδί. Προέρχεται από τη Κίνα και στη συνέχεια διαδόθηκε στη Νοτιοανατολική Ασία, ενώ χρησιμοποιείται επίσης ως τμήμα των δυτικών συμφωνικών ορχηστρών. Κατά τη κρούση, το γκονγκ που διαθέτει αρκετή επίπεδη επιφάνεια πάλλεται και παράγει μια ποικιλία τόνων.
γκραν κάσα (Μουσ.). Κρουστό μουσικό όργανο με αμετάβλητο ήχο. Αρχικά τη χρησιμοποιούσαν στις μουσικές μπάντες για να κρατάει τον ρυθμό. Από το δεύτερο όμως μισό του 18ου αι. καθιερώθηκε ως όργανο της συμφωνικής ορχήστρας, οπότε και κέντρισε τη φαντασία των συνθετών με τον υπόκωφο, βαθύ, αν και όχι διαπεραστικό ήχο της. Ο εκτελεστής χτυπάει με χοντρές μπαγκέτες τη μία ή και τις δύο μεγάλες μεμβράνες της, οι οποίες είναι τεντωμένες και βιδωμένες πάνω στις δύο πλευρές από ένα πλατύ στεφάνι. Το όργανο αυτό χρησιμοποίησε ο Μότσαρτ στην όπερά του Απαγωγή από το Σεράι για να δημιουργήσει κωμικές εντυπώσεις, ενώ ο Βέρντι (Αΐντα, Φάλσταφ, Ρέκβιεμ, Οθέλλος) για να υπογραμμίσει εντυπώσεις οργής ή έκπληξης. Ο Ντεμπισί, στο συμφωνικό του σκίτσο Η θάλασσα, τη χρησιμοποίησε σε τρέμολα που σβήνουν και ο Τσαϊκόφσκι στην Εισαγωγή 1812, για να μιμηθεί βολές κανονιού.
Το τύμπανο είναι ένας χαρακτηρισμός που διακρίνει ορισμένα κρουστά μουσικά όργανα, και συγκεκριμένα αυτά που φέρουν ελαστική μεμβράνη (ή κεφαλή), τεντωμένη στο άνοιγμα ενός κοίλου σώματος (το αντηχείο). Όπως μαρτυρά η κατηγορία στην οποία ανήκει, το τύμπανο παράγει ήχο κυρίως μέσω της κρούσης. Ανάλογα με τον τύπο του οργάνου και την επιλογή τεχνικής, παίζεται με διάφορους τρόπους: το αφρικάνικο ντζέμπε παίζεται με τα χέρια, τα ινδικά τάμπλα παίζονται με τα δάχτυλα, ενώ στην περίπτωση του ταμπούρου, ο τυμπανιστής χρησιμοποιεί κρούστες (ή μπακέτες).
Το ταμπούρο είναι τύμπανο με κοίλο κυλινδρικό σώμα από ξύλο ή μέταλλο, και τεντωμένες μεμβράνες ή κεφαλές στα δυο ανοίγματα του σώματός του. Αποτελεί βασικό μέλος των ορχηστρικών κρουστών οργάνων, καθώς και των τυμπάνων. Χαρακτηριστικό του ταμπούρου είναι ο σύντομος, τραχύς ήχος που παράγει, για τον οποίο οφείλονται οι - μεταλλικές συνήθως - χορδές που έχει στο κάτω μέρος του.
Το νταούλι[1] είναι μεμβρανόφωνο μουσικό όργανο της ελληνικής λαϊκής και δημοτικής μουσικής που συναντάται κυρίως στην ηπειρωτική Ελλάδα. Το μέγεθός του ποικίλλει και για την κατασκευή του χρησιμοποιούνται δέρματα από κατσίκι ή πρόβατο και παλαιότερα από λύκο ή γαϊδούρι. Ο οργανοπαίκτης (νταουλιέρης), το κρεμάει στον αριστερό του ώμο και το κτυπάει στη δεξιά πλευρά με το νταουλόξυλο και στην αριστερή με πιο λεπτό ξύλο, τη βέργα. Ο ήχος που δημιουργείται από τη δεξιά πλευρά είναι βαρύτερος και από την αριστερή οξύτερος. Το νταούλι (τύμπανο) συνοδεύει συχνά το κλαρίνο και τονζουρνά στα χοροστάσια των λαϊκών πανηγυριών και παλαιότερα συμμετείχε με συνδυασμούς οργάνων στη βυζαντινή στρατιωτική μουσική.[2] Μια πολύ γνωστή χρήση του νταουλιού σε δρώμενα του καιρού μας είναι τα περίφημα Αναστενάριατου νομού Σερρών.
Το ντέφι είναι μουσικό όργανο που ανήκει την οικογένεια των κρουστών και αποτελείται από μια μεμβράνη στερεωμένη σε ένα κυκλικό τελάρο και διάφορα ζεύγη από μέταλλο που κουδουνίζουν. Τα περισσότερα ντέφια που βλέπει κανείς σήμερα στη δυτική λαϊκή μουσική είναι χωρίς τη μεμβράνη. Το ντέφι παίζεται με διάφορους τρόπους: Κρατώντας το ή στερεώνοντάς το σε μια βάση, κτυπώντας το με το χέρι ή κάποιο ξύλο, κουνώντας το, ή κτυπώντας το στο πόδι. Συναντάται σε διάφορα είδη μουσικής: Αρχαία ελληνική και λαϊκή μουσική, κλασική μουσική, περσική μουσική, γκόσπελ, ποπ και ροκ.


